Πλήθος προκλινικών μελετών σε κυτταροκαλλιέργειες και ζώα, δείχνουν ότι τόσο η THC όσο και η CBD έχουν αντικαρκινικές ιδιότητες, τουλάχιστον σε ορισμένους τύπους καρκίνου.
Κείμενο, έρευνα: Μαριάνθη Πελεβάνη / Από το πρώτο τεύχος του free press περιοδικού ”You May Say”
Πολλοί παράγοντες μπορούν να προκαλέσουν καρκίνο, αλλά μέχρι σήμερα είναι δύσκολο να συνδέσει κανείς έναν συγκεκριμένο τύπο καρκίνου που παρουσιάζεται σε έναν άνθρωπο, με μια συγκεκριμένη αιτία. Οι αιτίες πολλών καρκίνων είναι ακόμη άγνωστες, καθώς οι γιατροί αγωνίζονται να ξεχωρίσουν ανάμεσα σε πολλούς διαφορετικούς πιθανούς «ενόχους», ποιος ήταν η πραγματική αιτία της καρκινογένεσης.
Τον περασμένο Απρίλιο, οι ερευνητές των πανεπιστημίων του Κέιμπριτζ και του Βασιλικού Κολλεγίου (King’s) του Λονδίνου, με σχετική δημοσίευσή τους στο περιοδικό κυτταρικής βιολογίας Cell, ανακοίνωσαν ότι είχαν πρόοδο στην προσπάθειά τους να υπάρξει ένα «μαύρο κουτί» με τις αποκαλούμενες «μοριακές υπογραφές», που θα μπορέσει να ρίξει φως στην αιτία κάθε καρκίνου, και με δεδομένο ότι η αιτία του καρκίνου είναι «γραμμένη» στο DNA του.
Ο καρκίνος του μαστού
Σύμφωνα με τα δεδομένα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τον καρκίνο στην Ελλάδα τα οποία παρουσιάζει και ο Πανελλήνιος Σύλλογος Γυναικών με καρκίνο μαστού «Άλμα Ζωής»:
7. 734 νέες περιπτώσεις καρκίνου του μαστού υπήρξαν το 2018
Στις γυναίκες ο καρκίνος του μαστού είναι ο συχνότερα εντοπισμένος καρκίνος
Στο γενικό πληθυσμό ο καρκίνος του μαστού είναι ο δεύτερος πιο συχνός καρκίνος μετά τον καρκίνο του πνεύμονα
Στην αντίστοιχη έκθεσή του για την Ευρώπη, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας διαπιστώνει ότι η συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού αυξήθηκε κατά 30% από το 2000. Αλλά για τον καρκίνο αυτόν υπάρχει πλέον καλύτερη θεραπεία και έκβαση, ενώ η θνησιμότητα λόγω της νόσου μειώνεται σταθερά από τα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Δυστυχώς, όμως, λίγα είναι γνωστά σχετικά με τα αίτια που τον προκαλούν, παρά το γεγονός ότι έχουν εντοπιστεί αρκετοί παράγοντες κινδύνου, κυρίως παράγοντες περιβαλλοντικοί και άλλοι που έχουν να κάνουν με τον τρόπο ζωής.
Αποδεδειγμένα, υπάρχουν και εφαρμόζονται επιτυχημένες επιλογές χημικής, ακτινολογικής και χειρουργικής θεραπείας. Παρά την πρόοδο όμως, ορισμένοι όγκοι είναι ανθεκτικοί και επιρρεπείς σε υποτροπή. Παράλληλα, οι θεραπείες και οι αγωγές είναι δυσάρεστες, επώδυνες, καθώς έχουν παρενέργειες που δεν είναι καθόλου αμελητέες.
Τα ερευνητικά δεδομένα για την κάνναβη
Η κάνναβη δείχνει να συμβάλλει στη θεραπεία, αλλά και στην αντιμετώπιση των παρενεργειών της αγωγής αντιμετώπισης του καρκίνου του μαστού.
Όπως είναι ευρέως πια γνωστό, η κάνναβη δρα μέσω του ενδοκανναβοειδούς συστήματος, του υπερρυθμιστικού συστήματος του σώματός μας, το οποίο μεριμνά για την ομοιόσταση.
Αξιόπιστα και συνεχώς αυξανόμενα στοιχεία υποδηλώνουν ότι το φυτό και τα συστατικά του μπορούν να επιβραδύνουν την ανάπτυξη των όγκων, παρεμποδίζοντας την ικανότητά τους να «δελεάσουν» τα αιμοφόρα αγγεία για τους δικούς τους κακοήθεις σκοπούς (αγγειογένεση), αλλά και τη μετανάστευση καρκινικών κυττάρων στο σώμα (μετάσταση) και στην πραγματικότητα επιταχύνουν τον θάνατο αυτών των, αλλιώς ανεξέλεγκτα πολλαπλαζόμενων, καρκινικών κυττάρων.
Οι ερευνητές παρατηρούν την αντικαρκινική δραστηριότητα της κάνναβης από τη δεκαετία του 1990. Αλλά το σημαντικό εύρημα για τον καρκίνο του μαστού ήρθε το 2007. Τότε ο Δρ Sean McAllister απέδειξε ότι η CBD, η ευγενής, μη-μεθυστική αδελφή της THC, καταπολεμά τις πιο κακοήθεις μορφές της νόσου, απενεργοποιώντας το γονίδιο ID-1, που πιστεύεται ότι είναι υπεύθυνο για τη μετάσταση.
Η Κανναβιδιόλη –CBD μπλοκάρει τη δράση του γονιδίου ID-1,το οποίο οι επιστήμονες πιστεύουν ότι παίζει καθοριστικό ρόλο στην επιθετική συμπεριφορά των καρκινικών κυττάρων που μετακινούνται από την περιοχή του αρχικού όγκου δημιουργώντας τις γνωστές μεταστάσεις.
Παλαιότερες έρευνες έχουν δείξει ότι η Κανναβιδιόλη εμποδίζει τις μεταστάσεις στον εγκέφαλο και ανάλογη δράση έδειξε ότι έχει και στον καρκίνο του μαστού κατά τις εργαστηριακές έρευνες των ερευνητών του California Ρacific Μedical Center Research Ιnstitute.
«Η κανναβιδιόλη προσφέρει ελπίδες για μια μη τοξική θεραπευτική προσέγγιση, η οποία θα έχει αποτελέσματα ανάλογα με αυτά της χημειοθεραπείας αλλά χωρίς τις επώδυνες παρενέργειες», δήλωσε σχετικά στο ΒΒC ο Δρ Sean McAllister, ο επικεφαλής της έρευνας.
Ακολούθησαν κι άλλες μελέτες που επιβεβαιώνουν και επεκτείνουν τα ευρήματα.
Σύμφωνα με αυτές, τα κανναβινοειδή “δένονται” στους υποδοχείς κανναβινοειδών κι ακολουθούν μια βιοχημική οδό που παίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση της εξέλιξης και μετάστασης του καρκίνου, επομένως μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη νέων θεραπευτικών στρατηγικών κατά του καρκίνου του μαστού.
Τα χημικά συστατικά της κάνναβης, που ονομάζονται κανναβινοειδή ή φυτικά κανναβινοειδή (τα πιο γνωστά είναι η τετραϋδροκανναβινόλη-THC και η κανναβιδιόλη-CBD), ενεργοποιούν ειδικούς υποδοχείς κανναβινοειδών που βρίσκονται σε όλο το σώμα και παράγουν φαρμακολογικές επιδράσεις, ιδιαίτερα στο κεντρικό νευρικό σύστημα και το ανοσοποιητικό σύστημα.
Νέα μελέτη επίσης δείχνει ότι εκτός της THC και της CBD που έχουν αντικαρκινικές ιδιότητες, ένα άλλο κανναβινοειδές που ονομάζεται 0-1663 δείχνει να είναι ακόμη πιο αποτελεσματικό. Η μελέτη αυτή δημοσιεύθηκε το 2014 στο The British Journal of Pharmacology.
Στις 28 Αυγούστου 2015 δημοσιεύτηκε στο National Cancer Institute, προκλινική μελέτη, σύμφωνα με την οποία τα κανναβινοειδή μπορούν να αναστείλουν την ανάπτυξη του όγκου, προκαλώντας μπλοκάρισμα της κυτταρικής ανάπτυξης, καθώς εμποδίζουν την ανάπτυξη των αιμοφόρων αγγείων που χρειάζονται οι όγκοι για να αναπτυχθούν.
Τη θέση αυτή έχει υιοθετήσει και το Εθνικό Ινστιτούτο Καρκίνου (National Cancer Institute-NCI) των ΗΠΑ, το οποίο αναγνωρίζει ότι οι υποδοχείς κανναβινοειδών «μπορεί να είναι δυνητικοί στόχοι» στον καρκίνο του μαστού και επισημαίνει δημόσια τα πλεονεκτήματα της χρήσης κάνναβης και των συστατικών της, ως θεραπεία σε ασθενείς με συμπτώματα που προκαλούνται από την ίδια τη νόσο ή τη θεραπεία της. Διαπιστώνεται έτσι για άλλη μια φορά το ήδη γνωστό: τα κανναβινοειδή έχουν οφέλη και στη θεραπεία των παρενεργειών. Περιορίζουν τη ναυτία, διεγείρουν την όρεξη, ανακουφίζουν τον πόνο και βελτιώνουν τον ύπνο.
Μέχρι στιγμής οι μελέτες αυτές δεν είναι κλινικές, αλλά προκλινικές δοκιμές σε κυτταροκαλλιέργειες και ζώα. Δεν έχουν γίνει δηλαδή μελέτες σε ζωντανούς ανθρώπους. Αυτός είναι άλλωστε και ο αντίλογος για την αξία της κάνναβης ως φαρμάκου αντιμετώπισης του καρκίνου: Η πιθανότητα να μην ισχύουν τα ευρήματα των μελετών αυτών στον άνθρωπο, αν και είναι πάρα πολλές οι αναφορές περιπτώσεων που υπήρξε θετική έκβαση.
Η διεξαγωγή κλινικών μελετών έχει ήδη αρχίσει, αλλά δεν υπάρχουν ακόμη ώριμα αποτελέσματα, ώστε να τα θεωρήσουμε οριστικά.
Εν αναμονή αυτών, η κάνναβη παραμένει μια πρακτικά ατοξική θεραπεία, οι παρενέργειες της οποίας δεν συγκρίνονται με την τοξικότητα της χημειοθεραπείας.
Μέχρι τα αποτελέσματα των ερευνών να οριστικοποιηθούν και να επισημοποιηθούν, ας μην ξεχνάμε ότι ο καρκίνος δεν είναι μια απλή ασθένεια, αλλά νόσος επίμονη και δύσκολη στην αντιμετώπισή της. Οι ασθενείς οφείλουν να απευθύνονται πάντοτε στον ιατρό τους και να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί στην άντληση ιατρικών συμβουλών αντιμετώπισης του καρκίνου από αμφίβολης ποιότητας πηγές, ιδιαίτερα διαδικτυακές.