Τον 19ο αιώνα στη Βόρεια Αμερική συναντούμε την μεγαλύτερη επίδραση της κάνναβης. Μια πληθώρα προϊόντων κάνναβης άρχισε να εμφανίζεται σε αμερικάνικα φαρμακεία, συμπεριλαμβανομένων ακόμα και έτοιμων τσιγάρων γαρνιρισμένων με κάνναβη, που προτείνονταν ως ευεργετικά στους ασθματικούς. Συνέχισε επίσης η ψυχαγωγική χρήση της κάνναβης εξ αιτίας της περιέργειας του συγγραφέα Fitz Huge Ludlow που είχε διεγερθεί από τις αναφορές για τη Λέσχη των Χασισοποτών στο Παρίσι, και αποφάσισε να επιχειρήσει ο ίδιος κάποια έρευνα. Κράτησε σημειώσεις από τις δικές του εμπειρίες με κάνναβη, που δημοσίευσε σε μορφή βιβλίου το 1857.
Το πάθος της Αμερικής για την κάνναβη τροφοδοτήθηκε περαιτέρω μέσα από τη Philadelphia’ s Centennial Exposition του 1876. Επρόκειτο για ένα Τουρκικό Περίπτερο Χασίς, οι επισκέπτες του οποίου προσκαλούνταν να γευτούν μια τζούρα ναργιλέ. Το θέαμα είχε τεράστια επιτυχία με πλήθος κόσμου να συρρέει εκεί. Μέσα σε μια δεκαετία κάθε αμερικανική πόλη διέθετε κάποιο ανάλογο κατάστημα. Εκτός από τη Φιλαδέλφεια παρόμοιες αδελφότητες αναπτύχθηκαν και σε άλλες πολιτείες, όπως το Σικάγο, η Νέα Ορλεάνη, η Νέα Υόρκη και η Βοστόνη. Μέχρι το 1880 υπολογιζόταν ότι υπήρχαν περισσότερες από 500 τέτοιες μόνο στη Νέα Υόρκη.
Το χρονικό της απαγόρευσης
Η Αμερική πρωτοστάτησε και στην απαγόρευση της. Η πληθώρα των πλεονεκτημάτων και οι πολυποίκιλες εφαρμογές καθιστούσαν την κάνναβη υπολογίσιμο ανταγωνιστή των προϊόντων πολλών βιομηχανικών κλάδων (πετρελαιοειδή, οινόπνευμα, καπνός, χημικά φάρμακα, χαρτοπολτός κ.α.), που συνεργάστηκαν στενά για να πετύχουν την απαγόρευσή της. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, η κάνναβη ήταν αδιαμφισβήτητα καθιερωμένη ως αξιόλογο και ακίνδυνο θεραπευτικό μέσο που συγκέντρωνε την επιδοκιμασία και την εκτίμηση του ιατρικού κόσμου: Μέχρι το 1937, το βασικό Εγχειρίδιο Φαρμακοποιίας και το Εθνικό Συνταγολόγιο των ΗΠΑ, αναφέρει την ως ακίνδυνο φάρμακο κατάλληλο για ένα ευρύτατο φάσμα ασθενειών. Αλλά το 1937 θεσπίστηκε ο νόμος Marihuana Tax Act, με τον οποίο ουσιαστικά ποινικοποιήθηκε η καλλιέργεια, η κατοχή, η χρήση και η εμπορία της Ινδικής Κάνναβης και των παραγώγων της.
Τα κρίσιμα χρόνια για την απαγόρευση της κάνναβης ήταν η περίοδος 1930-1937, που σφραγίστηκαν από τα παρακάτω γεγονότα. Το 1930 δημιουργήθηκε το «Ομοσπονδιακό Γραφείο Ναρκωτικών». Μέχρι το 1932 η φαρμακοβιομηχανία είχε τη δυνατότητα να παράγει μαζικά χημικά προϊόντα. Το 1933 έγινε η άρση της Ποτοαπαγόρευση και το αλκοόλ άρχισε και πάλι να πουλιέται ελεύθερα. Έγινε εφικτή η κατασκευή μηχανών για την παραγωγή χαρτιού από δασική ξυλεία. Τέλος την ίδια εποχή έγινε δυνατή η μαζική εισαγωγή στην αγορά των προϊόντων της πετροχημικής βιομηχανίας και του νάιλον. Για όλους αυτούς τους λόγους η κάνναβη έπρεπε να βγει από την μέση κι έτσι απαγορεύτηκε ως «επικίνδυνο ναρκωτικό». Οι Αμερικανοί χρήστες της κάνναβης έπρεπε πλέον να περάσουν στην παρανομία και να κωδικοποιήσουν τη συμπεριφορά και το λεξιλόγιο τους. Έτσι, ο καρτουνίστας Έλζι Σίγκαρ, ο δημιουργός του Ποπάϋ, έβαλε τον διάσημο ναύτη του να τρώει δυναμωτικό «σπανάκι»: «Σπανάκι» (Spinach) ήταν κατά την δεκαετία του 1930 η κωδική ονομασία της μαριχουάνας.
Παράλληλα στην Ελλάδα μετά τη σύσταση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους ξεκίνησε η καλλιέργεια της κλωστικής κάνναβης για εμπορικούς σκοπούς, μέχρι την τελική απαγόρευσή της το 1957. Η χώρα μας μαζί με την Τουρκία και την Αίγυπτο αποτελούσαν σημαντικές εξαγωγικές δυνάμεις κάνναβης. Η χρήση ήταν ελεύθερη και καλλιεργόταν σε πρόσφορα και αποδοτικά εδάφη όπως αυτά της Πελοποννήσου.
Το 1870 οι Νομοί Αρκαδίας και Αργολίδας πρωτοστατούσαν στην καλλιέργεια της ευφορικής και κλωστικής κάνναβης. Η Τρίπολη από τα μέσα του 19ου αιώνα αποτελούσε κέντρο καλλιέργειας και εμπορίας της. Μετανάστες από την Ανατολή, την Αίγυπτο, την Κύπρο με υπουργική διαταγή, δίδαξαν στον Δήμο Ορχομενού Μαντινείας τη μεθοδολογία της καλλιέργειάς της. Η εφημερίδα της εποχής «Μορέας» αναφέρει ότι το 1904 η παραγωγή στη Μαντινεία ανερχόταν στις 5.000.000 οκάδες. Το χασίς εξάγονταν στην Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή. Η φήμη του το κατέτασσε ανάμεσα στα καλύτερα του κόσμου. Οι περισσότερες κατασχέσεις στην Τύνιδα της Τυνησίας είχαν σφραγίδα ελληνικών εργοστασίων, με κυριότερο τον οίκο «Σταύρου Κοτσακέ εν Τριπόλει». Υπήρχαν οι ποικιλίες καννάβι και ινδικό καννάβι.
Κάθε παραγωγός διέθετε ξεχωριστό διακριτικό σήμα για το προϊόν του. Ο ελέφαντας για παράδειγμα ήταν σήμα του κτηματία Πέτρου Καραμάνου στο χωριό Στενό. Η ποιότητά του καθοριζόταν ανάλογα με τη χρονιά όπως στο κρασί. Ο Γάλλος περιηγητής Henry de Monfreid επισκέφτηκε ο ίδιος την οικογενειακή επιχείρηση Καραμάνου στο Στενό για να εμπορευτεί κάνναβη. Αναφέρει ότι υπήρχε οργανωμένο δίκτυο Ελλήνων, οι οποίοι αναλάμβαναν να συνοδεύσουν τους υποψήφιους πελάτες και να πάρουν τις τελωνειακές άδειες, μαζί με τους απαραίτητους μεταφραστές και τα ανάλογα τηλεγραφήματα. Από το Στενό θα φόρτωναν την παραγγελία του στον σιδηρόδρομο και από τον Πειραιά, με ελληνικό ατμόπλοιο θα μεταφερόταν στη Μασσαλία. Ο περιηγητής δεν παρέλειψε να θαυμάσει την εργατικότητα, το πνεύμα οικονομίας, τη μυστικότητα, τη φιλοξενία των Ελλήνων και την ομορφιά της ελληνικής φύσης.
Η καλλιέργεια σταμάτησε εξαιτίας επίμονων πιέσεων της βρετανικής διπλωματίας ότι στο εξής δεν θα αγόραζαν ελληνική σταφίδα, αν δεν έπαυε η καλλιέργεια κι η εξαγωγή χασίς. Ο λόγος της εκβιαστικής αυτής πολιτικής ήταν ότι με την κυκλοφορία του ινδικού χασίς θα αποκόμιζαν τεράστια οικονομικά οφέλη, αφού η Ινδία ήταν βρετανική αποικία. Αποτέλεσμα της εξωτερικής της πολιτικής ήταν η Ελληνική Κυβέρνηση το 1906 να επιβάλει φόρο στην καλλιέργεια χασίς και τελωνειακούς περιορισμούς. Το 1919 η Συνθήκη των Βερσαλλιών είχε θέσει ως όρο να καταργηθεί η καλλιέργεια και εμπορία, λόγω εθισμού κι επιβλαβών επιπτώσεων στην υγεία. Η Ελλάδα ακολούθησε τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη και με το νομοθετικό διάταγμα της 7/11/1925 θεσπίστηκε η απαγόρευση εμπορίου χασίς για δέκα χρόνια, έως την 1η Ιανουαρίου 1936. Κατά συνέπεια άρχισε να μειώνεται το εργατικό δυναμικό στα κανναβοεργαστήρια και οι καλλιεργητές στη Μαντινεία άρχισαν να καλλιεργούν άλλα είδη. Μετά τη δικτατορία του Μεταξά επεβλήθησαν σκληρά μέτρα με αποτέλεσμα να σταματήσει οριστικά η καλλιέργεια κι εμπορία χασίς. Στις εκλογές του 1920, όταν ήρθε στην Τρίπολη για την προεκλογική περιοδεία ο Λεβιδαίος Αλέξανδρος Παπαναστασίου, υπουργός της Κυβέρνησης Βενιζέλου, οι συμπατριώτες του τον παρακάλεσαν να βοηθήσει στην αναστολή της απόφασης του νόμου της απαγόρευσης καλλιέργειας χασίς. Ο διακεκριμένος πολιτικός όχι μόνο δεν ενήργησε θετικά στο αίτημα των συμπατριωτών του, αλλά συνέστησε στον Νομάρχη να επιβάλει πιο αυστηρά μέτρα.
Αξίζει να σημειωθεί πως στην ελληνική βιβλιογραφία, αναφέρεται στο Μέγα Λεξικόν της Ιατρικής του 1929 «ως τοπικόν καταπραϋντικόν η κάνναβις ενδείκνυται ιδίως επί πόνους του στομάχου τους οποίους μεγάλως καταπραΰνει, ως υπνοφόρον και γενικόν καταπραϋντικόν χρησιμοποιείται επί αϋπνίας, ημικρανίας, νευρώσεων και διαφόρων παραλύσεων».
Τελικά το 1932 σταματά η νόμιμη καλλιέργεια ινδικής κάνναβης, παραγωγή και εξαγωγή χασίς με το νόμο 5539 της 15/23 Ιουνίου 1932 «περί μονοπωλίου των ναρκωτικών φαρμάκων και του ελέγχου αυτών». Εκεί καθορίζονται ποια είναι τα ναρκωτικά, των οποίων η εισαγωγή και η πώληση «είναι αποκλειστικό δικαίωμα του κράτους», ενώ τίθεται ρητά απαγόρευση καλλιέργειας και κατοχής ινδικής κάνναβης.
Του Θάνου Κιαχίδη – healthandcannabis.gr
Περιοδικό The Green Greeks – τεύχος 05 / Φεβρουάριος 2019
Πηγές
Γιώργος Οικονομόπουλος, Ψυχεδελικά ή Ψυχοδηλωτικά, Κοινότητα, 1980
Ηλίας Πετρόπουλος, Άγιο Χασισάκι, Νεφέλη 1987
Κλεάνθης Γρίβας, Κάνναβη, Μαριχουάνα, Χασίς, Εκδοτική Θεσσαλονίκης, 2006
Κλεάνθης Γρίβας, Πλανητική Κυριαρχία και Ναρκωτικά: Τα Ναρκωτικά ως Εργαλείο της Αμερικανικής Εξωτερικής Πολιτικής, Ιανός, 2006
Κλεάνθης Γρίβας, Αντίσταση στην Εποχή του Τίποτα, Ιανός 2006
Γιώργος Στάμκος, Mind Control: O Πόλεμος για τον Έλεγχο του Νου, Άγνωστο, 2005
Γιώργος Στάμκος , Ψυχεδέλεια & Ψυχότροπα , Άγνωστο, 2006
Nick Jones, Spiffs: Α Celebration of Cannabis Culture, Chrysalis impact, 2003
Canavaccio: Κείμενα Περί της Ηδονιστικής Δρόγης, Εκδόσεις Heteron, 2009